- πυκτείον
- (I)τὸ, Α [πυκτεύω]τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.————————(II)τὸ, Α [πυκτή]τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκτεῖον — boxing ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)